- ιντερβιού
- söyleşi, röportaj
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ιντερβιού — το 1. δημοσιογραφική συνέντευξη 2. συνάντηση και συζήτηση με επίσημο ή ανώτερο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. interview. Για την ξένη λ. interview στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται η λ. συνέντευξη. Η λ. μαρτυρείται από … Dictionary of Greek
ίντερβιου — το άκλ. (λ. αγγλ.) 1. δημοσιογραφική συνέντευξη. 2. γενικά συνάντηση με κάποιο πρόσωπο και συζήτηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)